Ίδρυμα Γκουρτζίεφ

Γεώργιος Ιβάνοβιτς Γκουρτζίεφ

Ο Γκουρτζίεφ γεννήθηκε το 1866 (;) στην Αλεξανδρούπολη του Πόντου στον Καύκασο, από Έλληνες γονείς (Ιωάννης Γεωργιάδης και Ευδοκία Ελευθεριάδου). Η ζωή του υπήρξε επεισοδιακή. Στα νεανικά του χρόνια, αφού σπούδασε για κάποιο χρονικό διάστημα ιατρική, περιπλανήθηκε επί είκοσι ολόκληρα χρόνια στη Μέση και Άπω Ανατολή, φθάνοντας σε μοναστήρια και ιερά μέρη απρόσιτα για τους Δυτικούς. Εκεί συνάντησε πνευματικούς δασκάλους από διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις. Μετά την επιστροφή του στη Δύση, πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συγκεντρώθηκαν γύρω του μαθητές στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη. Με τη Ρωσική Επανάσταση εγκατέλειψε τη Ρωσία και συνέχισε το έργο του ταξιδεύοντας στην Τιφλίδα, την Κωνσταντινούπολη, το Βερολίνο και το Λονδίνο. Το 1922 εγκαταστάθηκε στο Chateau du Prieuré κοντά στο Παρίσι, όπου τον προσέγγισε μεγάλος αριθμός μαθητών από όλο τον κόσμο. Απεβίωσε το 1949 στο Παρίσι.

Από τότε που εμφανίσθηκε στη Μόσχα το 1912 μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του το 1949, ο Γεώργιος Γεωργιάδης, όπως ήταν το όνομα του Γκουρτζίεφ, φαίνεται να διακατέχεται από μια επιτακτική ανάγκη να μεταδώσει στους μαθητές του ένα ευρύ σύστημα Πρακτικής Φιλοσοφίας, και να το καθιερώσει ως μια συνεκτική παγκόσμια Διδασκαλία. Το έργο του είναι εκπληκτικό. Ο σκηνοθέτης Πίτερ Μπρουκ, στην ταινία του «Συναντήσεις με Αξιοσημείωτους Ανθρώπους» για την πρώιμη ζωή και τις νεανικές περιπέτειες του Γκουρτζίεφ, τον περιγράφει ως «τον πιο αυθεντικό άνθρωπο του σύγχρονου κόσμου».
Ο Γκουρτζίεφ είναι φιλόσοφος με την παλιά έννοια, όπως ήταν ο Πλάτωνας και ο Πυθαγόρας. Έδωσε υπόσταση σε ένα πλήθος σπουδαίων ιδεών, δημιουργώντας μια φιλοσοφική προσέγγιση της ζωής που φαίνεται να ανταποκρίνεται στην ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου να κατανοήσει τόσο τον ανατολικό όσο και τον δυτικό τρόπο περιγραφής της πραγματικότητας, τόσο τα συμπεράσματα της σύγχρονης επιστήμης όσο και τη σοφία της αρχαίας παράδοσης. Ο κύριος άξονας της σκέψης του περιστρέφεται γύρω από τη δυνατότητα να «εργασθεί κανείς πάνω στον εαυτό του» για να αναπτύξει Συνείδηση, δηλαδή να αναπτύξει τον τρόπο με τον οποίον κατανοεί τον εαυτό του και την πραγματικότητα γύρω του.
Τα όσα λέει δεν είναι «εύπεπτα». Υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι «ζουν τη ζωή τους στον ύπνο», ότι οι προθέσεις και οι υψηλές ιδέες που πρεσβεύουν δεν έχουν καμία σχέση με τις πράξεις τους, και ότι, ως εκ τούτου, η ιστορία είναι μια ροή τυχαίων και ασυνάρτητων γεγονότων, το αποτέλεσμα της ασυνείδητης συμπεριφοράς των ανθρώπων. Πίστευε ότι αυτό που αποκαλείται «πρόοδος» είναι η εξέλιξη της τεχνολογίας, η οποία προχωρά αυτόματα, καθώς η κάθε νέα εφεύρεση φέρνει την επόμενη. Αλλά η άποψη του Γκουρτζίεφ για την ανθρωπότητα κινήθηκε πέρα από αυτή την «κακοφωνία των μπερδεμένων γενικών προθέσεων και σκοπών», διαβλέποντας τη δυνατότητα της «αρμονικής ανάπτυξης» ως προσωπική ευκαιρία του ανθρώπου, όχι ως προκαθορισμένο μαζικό κοινωνικό στόχο. Ο δρόμος για την ανάπτυξη είναι πνευματικός, διακηρύσσει, και είναι «ιδιωτικός». Αφορά την αναγκαία ατομική προσπάθεια που πρέπει να καταβάλει ο άνθρωπος για να αναπτύξει τη συνείδηση μέσα του, στον εαυτό του. Η «εργασία πάνω στον εαυτό» έχει να κάνει με τη συνειδητοποίηση του τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει κανείς καθώς συμμετέχει στη μηχανική ροή της κοινωνίας, τηρώντας αναπόδραστα τους συμπαντικούς υλικούς Νόμους της Φύσης.

Για τον Γκουρτζίεφ η ενσυνείδητη πρακτική είναι η αρχή και το τέλος κάθε δυνατής δράσης. Οι πολλές λέξεις είναι περιττές, ακόμα και ύποπτες. «Διδάσκω», έλεγε περιπαικτικά, «ότι όταν βρέχει, οι δρόμοι είναι βρεγμένοι». Η πρακτική που προτείνει εστιάζει στο συνεχές βάπτισμα στην εμπειρία, με στόχο την κατανόηση της αλήθειας για τον εαυτό. Παρόλα αυτά, στην πραγματικότητα, αυτό αποδεικνύεται πολύ πιο δύσκολο από όσο ακούγεται.
Εκτός από την επιμονή του στην πρακτική ο Γκουρτζίεφ παρείχε μια πλήρη, αυστηρά επιστημονική εικόνα για το πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος Εγκέφαλος και Νους, η οποία περιγράφηκε από τον μαθητή του Γιούνγκ, τον Μορίς Νικόλ, ως «η πιο ολοκληρωμένη εικόνα της ανθρώπινης ψυχολογίας που παρουσιάστηκε ποτέ». Οι ιδέες του συγκλόνισαν τον Γάλλο φιλόσοφο Phillip Mairet σε τέτοιο βαθμό, που, παρότι δεν ήταν μαθητής του, δήλωσε ότι «κανένα φιλοσοφικό σύστημα στον σύγχρονο κόσμο δεν μπορεί να συγκριθεί σε δύναμη και πληρότητα διατύπωσης με τη σκέψη του Γκουρτζίεφ». Πολλοί πιστεύουν ότι οι ιδέες του θα συμβάλουν έτσι στην ανάδυση ενός νέου τρόπου σκέψης, ο οποίος φαίνεται να είναι τόσο αναγκαίος. Η δυσκολία στην εφαρμογή έγκειται στο ότι η διδασκαλία του χάνει το νόημά της αν δεν συνοδεύεται από την αυστηρή πρακτική της «εργασίας πάνω στον εαυτό». Είναι πολύ δύσκολο να δει κανείς πέρα από τις συλλογικές φαντασιώσεις της κοινωνίας μας, οι οποίες, φαίνεται ακούσια να διαβρώνουν κάθε νέα γενιά των συνήθων θεωρητικών με «καλές προθέσεις».
Ο τρόπος με τον οποίο ο Γκουρτζίεφ μετέδιδε τις ιδέες του πέρασε από διάφορες φάσεις. Στην πρώτη περίοδο, στη Ρωσία, χρησιμοποιούσε γλώσσα τόσο σαφή που δεν άφηνε καμία αμφιβολία για το περιεχόμενο της σκέψης του. Εκείνη την εποχή ο Ουσπένσκι, ένας από τους τους κύριους μαθητές του, κατέγραψε τις ιδέες του Γκουρτζίεφ στο βιβλίο του «Αναζητώντας τον Κόσμο του Θαυμαστού». Αργότερα, στη Γαλλία και την Αμερική, χρησιμοποίησε μια πιο αλληγορική γλώσσα και μια εξαιρετικά πιο σύνθετη πρακτική μεθοδολογία. Ταυτόχρονα, αναδύθηκε το χάρισμά του στη μη λεκτική διδασκαλία: δίδασκε με διαγράμματα και σύμβολα, αλλά δίδασκε επίσης μέσω της μουσικής του, μέσω των ιερών χορών που έδειχνε στους μαθητές του, καθιστώντας τις «Κινήσεις» ένα από τα βασικά στοιχεία της διδασκαλίας του. Δίδασκε με τον ίδιο τρόπο κατά τον οποίο έστηνε κερδοφόρες επιχειρήσεις, με τον τρόπο που μαγείρευε και έστρωνε τραπέζι σε δεκάδες φίλους και γνωστούς του κάθε φορά.
Ο συναισθηματικός του κόσμος έλαμψε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, όταν μοίραζε κρυφά γεύματα που ετοίμαζε καθημερινά στη γειτονιά του, σώζοντας από την πείνα πάνω από τριάντα φτωχούς ηλικιωμένους.
Όταν ήρθε η απελευθέρωση, και μέχρι το θάνατό του πέντε χρόνια αργότερα, μαθητές, πολλοί από τους οποίους διάσημοι, συγκεντρώνονταν εκεί από όλον τον κόσμο, υποστηρίζοντας τον ίδιο και τη διδασκαλία του.
Στο επικό του έργο «Όλα και τα Πάντα» ο Γκουρτζίεφ δίνει υπέροχους μύθους για τη δημιουργία και τη συντήρηση του κόσμου, συχνά γεμάτους καυστικό χιούμορ. Είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς πόσο «πίστευε» σε αυτούς τους μύθους. Αρκεί ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι στο συμβολικό τους επίπεδο προβάλλει τις βαθύτερες γνώσεις του, οι οποίες αφήνουν κάποιον έκπληκτο, όταν συνειδητοποιεί πόσο πολύ οι «Ιστορίες» του είναι σε συμφωνία με τις σημερινές επιστημονικές απόψεις και τις σύγχρονες θεωρίες, αφού περιέχουν επιστημονικά δεδομένα άγνωστα στην εποχή του. Από την άποψη αυτή, ο Γκουρτζίεφ και οι πηγές της γνώσης του παραμένουν ένα αίνιγμα.
Σύμφωνα με τον Γκουρτζίεφ, το «ιερό» είναι εδώ, είναι μέσα στον κόσμο μας, μέσα στο ίδιο το υλικό μας σύμπαν. Το έργο του φτάνει σε μεγάλο βάθος, συνδέοντας τους νόμους του σύμπαντος με παρατηρήσεις πάνω στην ανατομία του ανθρώπινου σώματος και την ψυχολογία. Οι ιδέες του αποτελούν ένα φιλοσοφικό μοντέλο απόλυτα συμβατό με τη σημερινή επιστήμη, ενώ, ταυτόχρονα, σε ορισμένους τομείς, προχωράει πολύ παραπέρα. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη θεώρηση του κόσμου που όχι μόνο δεν αποκλείει, αλλά, αντίθετα τονίζει έντονα την ανάγκη για τη διάσταση της πνευματικής πρακτικής στην καθημερινή μας ζωή.
Εν τέλει, η μεγάλη του συμβολή έγκειται ίσως στο γεγονός ότι έδειξε ότι η πνευματική και η επιστημονική θεώρηση του κόσμου, όχι μόνο δεν πρέπει να ανταγωνίζονται η μια την άλλη, αλλά ότι είναι και οι δυο απαραίτητες για να δώσουν μια ουσιαστική απάντηση στο ερώτημα «ποιος είμαι;» και «τι είναι αυτό που πρέπει να κάνω στη ζωή;».